ποθοδώματα

ποθοδώματα
τὰ, Α
(βοιωτ. τ.) πρόσοδοι, εισοδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὁδός + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά), με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”